- μυελίτιδα
- [-ις (-ιδος)] η мед. миелит, воспаление спинного мозга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη… … Dictionary of Greek
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
νευρομυελίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή κυρίως τής μυελίνης τών νεύρων η οποία προκαλεί, ιδιάζουσα μορφή νευρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuromyelitis < νευρ(ο) * + μυελίτιδα] … Dictionary of Greek
τεφρομυελίτιδα — η, Ν ιατρ. παλαιός μη εν χρήσει σήμερα όρος για την πολιομυελίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + μυελίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. τεφρομυελῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek